- ἀνόθευτα
- ἀνόθευτοςpureneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
невредьнъ — (15) пр. Целый, невредимый: вѣчьно съхранити правовѣрьнѹю вѣрѹ неврѣдьнѹ. Стих 1156–1163, 74 об.; мнѣ с˫а мнить. ни въ чьсо же дѣло по||требьныхъ ѥсть ѥже ѡбъвенѹ быти. и неврѣдьнѣ [ноги] въ врѣм˫а зимы хранити. (ἀβλαβεῖς) ЖФСт XII, 158–158 об.;… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Σουδάν — Κράτος της Βόρειας Αφρικής. Συνορεύει στα Β με την Αίγυπτο και τη Λιβύη, στα Δ με το Τσαντ και την Κεντροαφρικάνικη Δημοκρατία, στα Ν με το Κόνγκο, την Ουγκάντα και την Κένυα και στα Α με την Αιθιοπία και την Ερυθραία, ενώ το ΒΑ τμήμα της… … Dictionary of Greek
ανόθευτος — η, ο επίρρ. α αυτός που δε νοθεύτηκε, γνήσιος, αγνός: Πολύ λίγα τρόφιμα σήμερα κυκλοφορούν ανόθευτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)